θεόληπτος

θεόληπτος
I
Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.
1. Θ. A’ (;-1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513-22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512-20) τον διορισμό του στην πατριαρχική έδρα. Ως πατριάρχης προσπάθησε να αντιμετωπίσει την έλλειψη οικονομικών πόρων του πατριαρχείου με τη συγκέντρωση διαφόρων συνδρομών και την οργάνωση εράνων. Το 1522 κατηγορήθηκε για ασυμβίβαστη προς το αξίωμά του διαγωγή, αλλά λίγο πριν δικαστεί πέθανε. Τάφηκε κοντά στον τάφο του Παχώμιου, στον ναό της Παμμακαρίστου.
2. Θ. B’ (16ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1585-87). Ανιψιός του πατριάρχη Μητροφάνη Γ’. Αφού διετέλεσε μητροπολίτης Φιλιππούπολης, διαδέχθηκε στον οικουμενικό θρόνο τον Παχώμιο B’, τον επονομαζόμενο Πατίστο. Έπεσε θύμα των ραδιουργιών του διακόνου Νικηφόρου και των συντρόφων του και, έπειτα από λίγο χρονικό διάστημα, καθαιρέθηκε από τον θρόνο. ‘Ηταν φίλος του πατριάρχη Ιερεμία, γνώστης της τουρκικής γλώσσας και διακρινόταν για τον ενάρετο και πράο χαρακτήρα του.
II
(1284 – 1324). Μητροπολίτης Φιλαδελφείας. Μόνασε στο Άγιον Όρος, ενώ υπήρξε και δάσκαλος του Γρηγορίου Παλαμά. Έγινε μητροπολίτης Φιλαδελφείας το 1310. Έγραψε πλήθος ασκητικών και αντιρρητικών έργων καθώς και εκκλησιαστικούς ύμνους.
III
(Ιάκωβος Φενερλής, Θεραπεία Βοσπόρου 1957 –). Μητροπολίτης Ικονίου, Υπέρτιμος και Έξαρχος πάσης Λυκαονίας. Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Το 1997 χειροτονήθηκε διάκονος στον πατριαρχικό ναό του Αγίου Γεωργίου Φαναρίου. Υπηρέτησε ως πατριαρχικός διάκονος, διάκονος της Σειράς, του Τριτεύοντος και Δευτερεύοντος των πατριαρχικών διακόνων και μέγας αρχιδιάκονος. Το 1997 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος και μέγας πρωτοσύγκελος. Το 2000 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του οικουμενικού πατριαρχείου μητροπολίτης Ικονίου, ενώ παράλληλα ασκεί τα καθήκοντα του πρωτοσύγκελου του οικουμενικού Θρόνου.
* * *
-η, -ο (AM θεόληπτος, -ον)
αυτός που κατέχεται από τον θεό, αυτός που καταλαμβάνεται από έμπνευση η οποία προέρχεται από τον θεό, ο θεόπνευστος
νεοελλ.
ψυχοπαθής που φαντάζεται ότι επικοινωνεί με τον θεό και κηρύσσει τις συμβουλές του
αρχ.
1. θεοβλαβής
2. δεισιδαίμονας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. α-κατά-ληπτος, αν-επί-ληπτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θεόληπτος — possessed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόληπτος — η, ο 1. εμπνευσμένος από το Θεό: Θεόληπτος ποιητής. 2. αυτός που φαντάζεται ότι επικοινωνεί με το Θεό. 3. θρησκομανής, υπερβολικά θρήσκος: Θεόληπτη κόρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θεόληπτον — θεόληπτος possessed masc/fem acc sg θεόληπτος possessed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολήπτοις — θεόληπτος possessed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολήπτου — θεόληπτος possessed masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολήπτους — θεόληπτος possessed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολήπτων — θεόληπτος possessed masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεολήπτῳ — θεόληπτος possessed masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόληπτα — θεόληπτος possessed neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεόληπτοι — θεόληπτος possessed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”